πνίγους

πνίγους
πνί̱γους , πνῖγος
choking
neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάθη — πάθη, ἡ (Α) 1. η παθητική κατάσταση, η κατάσταση δηλ. κατά την οποία κάποιος υφίσταται κάτι 2. το συμβάν, η περιπέτεια κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾱσαν τὴν ἑωυτοῡ πάθην», Ηρόδ.) 3. συμφορά, πάθημα 4. στον πληθ. αἱ πάθαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”